πάναγρος

πάναγρος
πάν-αγρος, ον, ([etym.] ἄγρα)
A catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487;

δίκτυον Ath. 1.25b

: metaph.,

λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάναγρος — πάναγρος, ον (Α) αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ αγρος] …   Dictionary of Greek

  • πάναγρον — fishing neut nom/voc/acc sg πάναγρος catching all masc/fem acc sg πάναγρος catching all neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

  • πάναγρον — πάναγρον, τὸ (Α) 1. αλιευτικό ή θηρευτικό δίχτυ 2. μεγάλο κλουβί που χρησιμοποιείται για σίτιση διαλεγμένων πουλερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πάναγρος] …   Dictionary of Greek

  • παναγρίς — παναγρίς, ίδος, ἡ (Α) μικρός λέβητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάναγρος + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

  • πανάγρου — πάναγρον fishing neut gen sg πάναγρος catching all masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγρων — πάναγρον fishing neut gen pl πάναγρος catching all masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάγρῳ — πάναγρον fishing neut dat sg πάναγρος catching all masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάναγρα — πάναγρον fishing neut nom/voc/acc pl πάναγρος catching all neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • aĝ- (*heĝ-) —     aĝ (*heĝ )     English meaning: to lead, *drive cattle     Deutsche Übersetzung: “treiben” (actually probably “mit geschwungenen Armen treiben”), ‘schwingen”, in Bewegung setzen, fũhren”     Grammatical information: originally limited to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”